Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐκ καινῆς

См. также в других словарях:

  • Καινῆς — Καινεύς masc nom pl Καινεύς masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινῆς — καινέω pres ind act 2nd sg (doric) καινός new fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Απόκρυφα — Θρησκευτικά κείμενα που συνδέονται άμεσα με την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Είναι γραμμένα κατά μίμηση των κανονικών βιβλίων της Αγίας Γραφής, δεν θεωρούνται όμως κανονικά. Ο όρος σήμαινε βιβλία μυστικά, κρυμμένα, γιατί θεωρούνταν τα ιερά… …   Dictionary of Greek

  • Γαλίτης, Γεώργιος — (Βόλος 1926 –). Θεολόγος και καθηγητής πανεπιστημίου. Σπούδασε στη θεολογική και στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στα πανεπιστήμια Μάρμπουργκ, Βόνης και Μάιντς της Γερμανίας. Σταδιοδρόμησε στα πανεπιστήμια Αθηνών… …   Dictionary of Greek

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • Ιλαρίων Σιναΐτης ο Κρης — (Αρμάθα Πεδιάδας, Κρήτη περ. 1765 – Τίρνοβο, Βουλγαρία 1838). Λόγιος κληρικός, μητροπολίτης Τιρνόβου Βουλγαρίας (1821 27, 1830 38). Σε νεαρή ηλικία πήγε στο Σινά, όπου εκάρη μοναχός. Το 1792 παρακολούθησε μαθήματα στην Πατμιάδα Σχολή και το 1797… …   Dictionary of Greek

  • новыи — (734) пр. 1.Новый, прежде не бывший, впервые созданный: не можаста кѹпити новы мрѣжа на ловлѥниѥ рыбамъ. нъ ветъхы съшиваста. СбТр ХII/ХIII, 16; о зданиi новыхъ домовъ. и ѡ поновлении ветъхыхъ. (περὶ καινоτоμιῶν) КР 1284, 317в; ѡц҃ь нашь сава.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • διάβολος — I Κακό και βλαβερό πνεύμα, που εμφανίζεται σε όλες τις θρησκείες και είχε πλούσιες περιγραφές στην κλασική λογοτεχνία, στα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και στα έργα παλαιών χριστιανών συγγραφέων. Η λέξη δ. σημαίνει συκοφάντης και… …   Dictionary of Greek

  • ευαγγέλιο — Στη χριστιανική Εκκλησία ο όρος χαρακτηρίζει τα τέσσερα πρώτα βιβλία της Καινής Διαθήκης, τα οποία, σύμφωνα με την παράδοση, έγραψαν ο Ματθαίος, ο Μάρκος, ο Λουκάς και ο Ιωάννης. Γραμμένα στην ελληνική γλώσσα, τα Ε. διηγούνται τα γεγονότα της… …   Dictionary of Greek

  • Αγουρίδης, Σάββας — (Αθήνα 1921 –).Θεολόγος, καθηγητής πανεπιστημίου. Σπούδασε στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στις ΗΠΑ, όπου και αναγορεύτηκε διδάκτορας της φιλοσοφίας. Σταδιοδρόμησε στην πανεπιστημιακή κοινότητα ως έκτακτος… …   Dictionary of Greek

  • Βεράτι ή Μπεράτι — (Berat). Πόλη (128.410 κάτ. το 2001) της κεντρικής Αλβανίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (1.802 τ. χλμ., 193.855 κάτ. το 2001). Η περιοχή του Β. παράγει καπνό, σταφύλια και λαχανικά καθώς και κτηνοτροφικά προϊόντα. Λειτουργούν επίσης… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»